- κηδείους
- κήδειοςcared formasc/fem acc pl
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
κήδειος — κήδειος, ον (Α) [κῆδος] 1. αυτός τον οποίο φροντίζει κάποιος, αγαπητός, αγαπημένος («τρεῑς τε κασιγνήτους τούς μοι μία γείνατο μήτηρ, κηδείους», Ομ. Ιλ.) 2. αυτός που φροντίζει για κάποιον ή για κάτι («τροφαὶ κήδειοι κεδνῶν γε τέκνων», Ευρ.) 3.… … Dictionary of Greek
χοή — η, ΝΑ (στην αρχαία Ελλάδα) σπονδή από μέλι, κρασί και νερό, η οποία γινόταν στον τάφο νεκρού προς τιμήν του («τύμβῳ χέουσα τάσδε κηδείους χοάς», Αισχύλ.) αρχ. 1. η θυσία που γινόταν προς τιμήν νεκρού 2. (γενικά) σπονδή («πρῶτον μὲν ἱερὰς ἐξ… … Dictionary of Greek